Κρυμμένη ποίηση
Από τον Σάκη Ιωαννίδη, Φωτογραφιες: Γιώργος Παπαδόπουλος
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
Μάρκος Μέσκος.
Είναι μία από τις σημαντικότερες φωνές της μεταπολεμικής ποίησης. Μεγάλο μέρος της τέχνης του έχει αναφορές στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, τον Εμφύλιο και την ουτοπία της Αριστεράς.
Από το 1958, οπότε εκδόθηκε η πρώτη του συλλογή «Πριν από το θάνατο», μέχρι την πρόσφατη «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο» περιγράφει τον κρυμμένο θησαυρό της ποίησης και μεροληπτεί υπέρ των ηττημένων. Εξ ού και ο δικός του στίχος που έγινε μότο στην αρχή της ταινίας «Ψυχή βαθιά»του Παντελή Βούλγαρη.
Ο Σάκης Ιωαννίδης συνάντησε έναν από τους πιο σημαντικούς ποιητές της Θεσσαλονίκης και μίλησε μαζί του για τα υπόγεια εργαστήριά της και για τα κλισέ που τη δυναστεύουν.
΄Ηταν λίγο μετά τις 11 το πρωί. Είχαμε ραντεβού στο καφέ «Baraka», λίγα μέτρα μακριά από το βιβλιοπωλείο «Κεντρί» στη Ναυαρίνου. Και τα δύο είναι αγαπημένα μέρη του στη Θεσσαλονίκη, όπου κατοικεί μόνιμα από το 1981.
Είναι ποιητής, γράφει ποίηση με κοινωνικό βάθος. Ο Παντελής Βούλγαρης έβαλε ένα στίχο του μότο στην ταινία του «Ψυχή βαθιά»: «Σε ποιον θάνατο πήγες. Περνούσε αεράκι από εκεί;»
Η προσωπική αναζήτηση του ποιητή συμβαδίζει παράλληλα με την ιστορία. Η πορεία του είναι ταυτόσημη πλέον με τη λογοτεχνία της Βόρειας Ελλάδας τα τελευταία 60 χρόνια.
Αν και στην αρχή δημοσίευσε ποιήματα στις εφημερίδες της Έδεσσας, απ’ όπου κατάγεται, η συνέχεια –από το 1952– γράφτηκε κυρίως στη Θεσσαλονίκη.
Το όνομά σας έχει συνδεθεί περισσότερο με τη Θεσσαλονίκη παρά με την Έδεσσα. Δεν την επισκέπτεστε και τόσο συχνά.
Την αποφεύγω. Δεν αντέχω να βρίσκομαι κοντά στον τόπο του εγκλήματος, στα χώματα όπου συντελέστηκαν τα γεγονότα του 1940. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα η Θεσσαλονίκη αποτελεί τον τόπο του συγγραφικού μου έργου.
Όπου γράφετε από το 1950. Ποια είναι η μεγαλύτερη αλλαγή στη λογοτεχνική ιστορία της πόλης σε αυτά τα 60 χρόνια;
Από τότε που επέστρεψα στη Θεσσαλονίκη βλέπω ότι το κέντρο της λογοτεχνίας μετατοπίζεται σταδιακά στο χώρο του πανεπιστημίου. Τα περιοδικά, πλην του «Εντευκτηρίου», δεν έχουν τον ίδιο ρόλο όπως παλιά, όταν παρουσίαζαν τους νέους συγγραφείς, ποιητές και καλλιτέχνες.
Ζώντας όλα αυτά τα χρόνια σ’ αυτήν την πόλη, υπάρχει κάτι που μένει να ανακαλύψετε;
Έχω τη βεβαιότητα ότι κάτω από τα πόδια μας, στο χώρο που μένουμε και βιώνουμε, υπάρχουν μύρια μυστικά. Μύριες πλευρές της ζωής, το σήμερα και το αύριο της πόλης.
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη βυζαντινή, αλλά και εκβολή των βαλκανικών λαών. Και όχι μόνο. Ενδιαφέρομαι πάντα για την ιστορία του κόσμου και τον τόπο των ανθρώπων είτε είναι στη γη είτε στον ουρανό.
Υπάρχουν ακόμη γωνιές όπου αναγνωρίζετε κάτι απ’ τον παλιό Μέσκο;
Δεν μπορώ να πω κάτι συγκεκριμένο, αλλά πίσω από αρκετά πρόσωπα και πνευματικές πράξεις υπάρχω κι εγώ.
Μου αρέσει όμως ν’ απομονώνομαι στη γωνιά μου και να μουντζουρώνω τα λευκά αθώα χαρτιά, τις περισσότερες φορές με τη λογοτεχνία και τις λιγότερες, όταν θέλω να ξεκουραστώ από αυτές τις περιπέτειες, καταπιάνομαι με τα εικαστικά και συγκεκριμένα με τις ακουαρέλες και τα χαρτόνια μου, τα οποία ολοκληρώνει και κάνει κάδρα ο φίλος μου «κορνιζάς», ο Γιάννης Σγούρος.
Ποιοι είναι οι σημαντικότεροι σταθμοί στην πνευματική ζωή της Θεσσαλονίκης;
Ξεκινά από τον ερχομό του Κωστή Παλαμά το 1927 και τη λειτουργία της νεοσύστατης Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Καθηγητές και λογοτέχνες πλαισιώνουν την άφιξή του.
Στον εικαστικό τομέα έχουμε τον περίφημο Μίμη Βιτσώρη και τον Πολύκλειτο Ρέγκο, ενώ στα γράμματα ξεχωρίζουν ο Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, η αδερφή του Ζωή Καρέλλη, ο Γιώργος Δέλλιος, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ο Γιώργος Βαφόπουλος και ο λαογράφος Στίλπων Κυριακίδης.
Αξίζει να μνημονεύσουμε τον πατέρα της «κοινωνικής» ποίησης στη Θεσσαλονίκη, τον Άνθο Φιλητά. Αργότερα δημιουργείται το λογοτεχνικό περιοδικό «Κοχλίας» (1945-48), που πλαισιώνουν οι Γιάννης Σβορώνος, Γιώργος Θέμελης, Τάκης Βαρβιτσιώτης...
Μετά το κλείσιμό του, ορισμένοι από την ομάδα του «Κοχλία» πηγαίνουν στη «Νέα Πορεία», το μακροβιότερο λογοτεχνικό περιοδικό, μαζί με τον Τηλέμαχο Αλαβέρα, τον Σαράντο Παυλέα, τον Γιώργο Βαφόπουλο, τον Πάνο Θασίτη.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αργότερα είναι βέβαια η περίφημη «Διαγώνιος»...
Πράγματι. Το 1958 βγαίνει η «Διαγώνιος» του Ντίνου Χριστιανόπουλου με μια πολύ καλή ομάδα. Κοντά του ήταν ο ποιητής Νίκος Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Φαίδων Πολίτης, ο μεταφραστής, ζωγράφος, γραφίστας και ποιητής Κάρολος Τσίζεκ.
Κοντά στα τέλη του 1950 εμφανίζεται επίσης η «Κριτική» (1959-1961) του Μανόλη Αναγνωστάκη, με συνεργάτες όπως ο Κλείτος Κύρου, ο Μανόλης Λαμπρίδης, ο πεζογράφος Παύλος Παπασιώπης, η Νόρα Αναγνωστάκη και κατά περίσταση ο Πάνος Θασίτης.
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγραφε με πολλά ψευδώνυμα καθότι έπρεπε να γεμίζει τις σελίδες του περιοδικού.
Μια σπουδαία πολιτιστική έκρηξη στη Θεσσαλονίκη ήταν η καλλιτεχνική εταιρεία «Τέχνη» που καθιέρωσε την Εβδομάδα του Ελληνικού Κινηματογράφου, πρόγονο του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Στα νεότερα χρόνια έχουμε το περιοδικό «Εντευκτήριο» και ορισμένες βραχύβιες εκδόσεις. Από εκεί και πέρα πιστεύω ότι στη Θεσσαλονίκη λειτουργούν τα εργαστήρια τα υπόγεια, τα μοναχικά εργαστήρια των δημιουργών.
Τα οποία για ποιον δουλεύουν;
Η τέχνη ξεκινάει κατ’ αρχάς από τον εαυτό μας, από το πρωτοκύτταρο του δημιουργού. Στο τελευταίο μου βιβλίο, «Στον ενικό και πληθυντικό ψίθυρο», ως «ψίθυρος» αναφέρεται η τέχνη, η οποία δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο άμεσα, αλλά τον επηρεάζει μακροπρόθεσμα.
O «ενικός» είμαι εγώ, ο δημιουργός. O «πληθυντικός» είναι η αναγωγή στην περιφέρεια, οι αναγωγές προς τα έξω. Από το γενικό στο ειδικό και το αντίστροφο, όπως λένε οι φιλόλογοι. Αυτή είναι η αμφίδρομη πορεία της ιστορίας της τέχνης.
Ακόμη και εάν έχω μια προκατάληψη λόγω μιας ιδεολογίας, λόγω μιας σκέψης, πάντα προσπαθώ να σκέφτομαι και να υπολογίζω τον αναγνώστη. Θέλω να τον ανταμώσω, να μιλήσω μαζί του.
Γιατί δεν βλέπουμε σήμερα στη Θεσσαλονίκη την πνευματική άνθηση που υπήρχε παλιότερα;
Κάθε εποχή έχει τα ενδιαφέροντά της. Και είναι ο απόηχος άλλων γεγονότων που συμβαίνουν στη χώρα. Αυτή την εποχή υπάρχει μια γενικότερη έκπτωση αξιών στη λογοτεχνία και τα εικαστικά.
Σήμερα όλοι θέλουν να γίνουν ποιητές, ζωγράφοι, ηθοποιοί, και μάλιστα πολύ γρήγορα. O Πεντζίκης είχε δίκιο όταν έλεγε «πρέπει να σαπίσεις στην πόλη που σε γέννησε, στη γενέτειρά σου, και από εκεί και πέρα να βρεις το δρόμο σου».
Τι είναι αυτό που μας εμποδίζει σήμερα;
Σήμερα υπάρχουν ισχυρότατα εξουσιαστικά τρίγωνα και εννοώ την Εκκλησία και τους επαγγελματίες πατριώτες που καπηλεύονται την «κινδυνεύουσα» πόλη ως επαρχία. Η Θεσσαλονίκη είναι επαρχία των Αθηνών.
Δεν είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι, δηλαδή η εκβολή των βαλκανικών πολιτισμών από το Βυζάντιο μέχρι σήμερα. Υπάρχει ένας περιορισμός με νομάρχες, δημάρχους και εκκλησιαστικούς κύκλους που φροντίζουν τη συντήρηση.
Κατά τη γνώμη τους, ο τόπος κινδυνεύει. Μα δεν είναι αλήθεια. Η πόλη κινδυνεύει σχεδόν πάντα από μέσα και όχι από έξω.
Αναγνωρίζετε ότι κάποια από τα κλισέ για τη Θεσσαλονίκη κρύβουν αλήθειες;
Τα περισσότερα από τα κλισέ είναι για τις γαστρονομικές προτιμήσεις ορισμένων ανθρώπων. Η πόλη του εσωτερικού μονολόγου, η ερωτική πόλη, όπως ονομάστηκε, νομίζω ότι αφορά μόνο στην αγάπη που έχουν οι δημιουργοί προς την πόλη και την εποχή τους.
O τρόπος που προσεγγίζουν το αντικείμενο με το οποίο ασχολούνται είναι ερωτικός. Είναι μια αφοσίωση που επιδεικνύουν στην προσπάθεια να ξεδιαλύνουν τα κόκαλα από το κρέας και τα αίματα.
Δεν είμαι τοπικιστής. Είμαι πολίτης του κόσμου. Νεοέλληνας μακεδονικής καταγωγής, αλλά πολίτης του κόσμου από την εποχή του Ησιόδου μέχρι σήμερα.
Βρίσκω τον τρόπο, όχι να ευθυγραμμίζομαι, αλλά να ολοκληρώνομαι, να ανακαλύπτω ξανά και ξανά τον κόσμο και να βρίσκω απαντήσεις στα εναγώνια ερωτήματά μου.
Η Θεσσαλονίκη «μεγαλώνει» σήμερα ποιητές;
Κάποιος πνευματικός τρομοκράτης, διότι υπάρχουν και στο χώρο αυτόν, είχε πει ότι τελειώσανε οι ποιητές στη χώρα μας και ότι μπορεί και εγώ, δηλαδή ο απολογητής του φαινομένου, να είμαι από τους τελευταίους.
Διαφωνώ κάθετα μαζί με αυτόν και μ’ όλους αυτούς που λένε «τέλος στις ιστορίες, στον κόσμο, στη ζωή». Αν σταματήσει η ζωή, νεκρώνουν τα πάντα.
Όσο υπάρχει όμως ζωή, και οι άνθρωποι θα προσπαθούν να βρουν αγκαλιές σ’ άλλους πλανήτες, θα εκφράζονται για το κάλλος, την ομορφιά και την ψυχή τους.
Ξεχωρίζω τον Δημήτρη Δημητριάδη, τη Μαρία Αγαθοπούλου, τη Μαριέττα Καραγιάννη, τον Θανάση Τριαρίδη, ένα ανήσυχο μυαλό, τη Μαρία Καρδάτου, τον Παναγιώτη Πίστα, ο οποίος με το ψευδώνυμο Πάνος Σωτηρίου γράφει αξιόλογα μετα-αναγνωστακικά ποιήματα.
Γιατί, μεταξύ άλλων, τους ξεχνάμε αυτούς τους ανθρώπους; Αυτοί δεν συμφωνούν με το τέλος της ιστορίας και το τέλος των ποιητών. Συνεχίζουν να εκφράζουν και να προσθέτουν το δικό τους λιθαράκι στον πολιτισμό.
Ποια είναι τα στέκια των ποιητών;
Όταν βγάζαμε τις Εκδόσεις «Χειρόγραφα», ανταμώναμε στο ζαχαροπλαστείο της Ανθέων με τον Νίκο Μπακόλα, τον Τόλη Καζαντζή, τον Πρόδρομο Μάρκογλου, τον Τάκη Σιμώτα, τον Θανάση Γεωργιάδη, τον Ανέστη Ευαγγέλου, τον Κώστα Λαχά και τον Θανάση Πάσχο.
Τόπος συνάντησης ήταν και το παλιό ζαχαροπλαστείο «Βυζάντιο», απέναντι από την εκκλησία Αγία Σοφία. Σήμερα συναντιόμαστε στα καλά βιβλιοπωλεία της πόλης και δεν υπάρχει συγκεκριμένο στέκι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου