ΜΙΑ ΜΙΚΡΗ ΚΟΚΚΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Περπατούσαμε, προσδοκώντας την απόλυτη ασφάλεια της Αηταφίτικης φλόγας, τόσο από τρελούς, άκαιρους ανέμους όσο κι από την εκκωφαντική, εν ασυμμέτρω, συμφωνία άπειρων αηδονιών.
Πατούσαμε στα μαλακά μέρη των λιθόστρωτων, εκεί όπου συνήθως σάπιζαν τα θεσπέσια μεσημβρινά χρεμετίσματα.
Πάνω απ΄ τα κεφάλια μας, στους πέτρινους φράχτες, κρέμονταν τα γιασεμιά του Θεού κι οι κωδωνοκρουσίες των ανθρώπων ενώ μικρές πυγολαμπίδες συνέχιζαν την πορεία τους άλλοτε ως βεγγαλικά κι άλλοτε ως άστρα.
Χριστός Ανέστη φωνάζαμε προς το σκοτεινό σημείο που αιχμαλώτιζε χτύπημα πετάλων κι ας ξέραμε ότι ο Μελαγχαίτης κι ο Ουρίας κι ο Χείρων, ακόμη και οι Φαύνοι και οι Σειληνοί, όσοι δεν είχαν κρυφθεί στα σκοτεινά δέντρα, τους οδοδείκτες πλέον προς τον Προορισμό, κι ξέραμε ότι κανείς από την παλαιά φύση δεν θα αποκρίνονταν με τον ανθρώπινο αντίλαλο Αληθώς Ανέστη.
Στο σπίτι βρίσκαμε τον παππού να έχει στρώσει το τραπέζι και ένοχα να απολογείται για το μισοάδειο πιάτο του-Δεν σας περίμενα παιδιά μου, την έκανε τόσο νόστιμη η γιαγιά τη μαγειρίτσα…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου