Μην περιμένεις να χιονίσει για να δεις μιαν άσπρη μέρα!

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2010

Συνάντηση με την "ΠΟΔΙΑ"

... Τι να πω;
Είναι τόσο παράξενη η ζωή, σχεδόν επαναλαμβάνεται! Κύκλοι είναι, ναι, που ανοίγουν και κλείνουν, μοιάζουν όμως τόσο μεταξύ τους!

Νωρίτερα, στις προηγούμενες αναρτήσεις θυμήθηκα την "Μαρίκα" που φώναζε η μάννα, όταν είχε να κάνει δουλειές και κάποιος την χασομερούσε! Την είχα ξεχάσει και μου βγήκε γράφοντας! Μόνο αν έχεις γράψει πολύ, μπορείς να ψυχολογήσεις ο ίδιος τον εαυτό σου!

Ε, ναι, λοιπόν δεν αλλάζει ο άνθρωπος! Αποφάσεις ζωής μπορεί να παίρνει, επιλογές σε δρόμους και λύσεις που ανοίγονται μπροστά του μπορεί να διαλέγει, μα η πάστα του, δεν αλλάζει! Ίδιος θα παραμείνει!

Αλήθεια το λέω, χαίρομαι που δεν έχω αλλάξει σε τίποτα! Μ' αρέσει και μ' αρέσω!

Αυτά που έγραφα νωρίτερα και αναφέρονταν στο παρόν, ακόμα και το: "αντέχω!" μ' έκαναν να θυμηθώ την προηγούμενη δεκαετία της ζωής μου και να ανατρέξω σ' αυτήν.
(Εδώ ευγνωμονώ μια φίλη που ευτυχώς είχε το δακτυλογραφημένο μου υλικό, γιατί σας ξαναείπα ότι έχω χάσει όλα τα αρχεία μου και μου το έστειλε τελευταία.)

Έχω αρκετή ώρα που κάθισα στον υπολογιστή, έριξα μια ματιά όμως εκεί στο παρελθόν μου και συγκινήθηκα πολύ! Ναι, σίγουρα δεν ήταν γραφή για βιβλίο, ούτε για βιβλιοπωλεία! Ίσως για Δικαστήριο, κάτι σαν την Απολογία του Σωκράτη, αλλά κι εκεί δεν πήγα, γιατί δεν ήθελα να βλάψω τους άλλους!

(Οι άλλοι! Η πρώτη μου σκασίλα, πάντα!)
Τώρα ανοίγουμε μεγάλη παρένθεση:
(Όπως και του πατέρα φυσικά, όπως και της μάννας, άσχετα αν υπήρξαν βιβλία ή παραποιήσεις, αλλά μόνο μετά από πολύ καιρό και όταν βγεις απ' το πρόβλημα μπορείς να το κρίνεις ο ίδιος - δεν είχε άδικο μία άλλη φίλη που με συμβούλεψε, "δυνατό, κ.λ.π. αλλά μόνο σε μυθιστόρημα!" πράγμα που εγώ δεν συμβιβάζομαι να κάνω εύκολα, ειδικά στις τόσο ψεύτικες μέρες μας!Και κείνη την "Ευχαριστώ τόσο πολύ! Ξέρει εκείνη! Αν και σαν βιβλίο δεν θα κυκλοφορήσει, έχω την γραπτή κριτική την δική της, όσον αφορά την ιστορία, που δεν είναι άλλη απ' την ίδια την ζωή μου! Φαίνεται πως σε μένα καλή μου φίλη, έπεσε Δυνατός Σεναριογράφος και ατύχησε ο συγγραφέας! Δεν εξηγείται αλλιώς!)

Έκανα αντιγραφή λοιπόν, για να μπορέσω να "κλέψω" απ' το παρελθόν μου αποσπάσματα, γιατί αυτό το κεφάλαιο της ζωής μου ήταν πολύ μεγάλο και δεν μπορεί να μου το απορρίψει ή να μου το κρύψει κανένας!

Ού, πόσο εύκολα σβήνονται τα δακτυλογραφημένα! Τσάκα, τσάκα εξαφανίζονται οι σελίδες! Για να αντιγράψω κάποιες σελίδες όμως, η ψυχή μου το ξέρει πόσο "κουράστηκα"!
Τέλος πάντων!

Εκεί που έκοβα έκοβα λοιπόν, σκόνταψα πολλές φορές με την ψυχή μου, αλλά όταν είδα ίδιους κύκλους και ίδιες περίπου εκφράσεις και σκέψεις, έπαθα πλάκα! Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία! Η ζωή επαναλαμβάνεται! Ως και την Μαρίκα βρήκα ( σε άλλο ρόλο, βέβαια), ως κι αυτό το: "αντέχω"!

Τι να πω; Μια ψιλοπλάκα την έπαθα!
Λέω να μην το αδικήσω απόψε για να σας λύσω απορίες. Έχω υποχρέωση όμως στον ίδιο τον εαυτό μου, να αερίσω κάποιες από κεινες τις στιγμές, πρώτα για την ιστορία μου που λείπει μεγάλο κομμάτι της (ίσως και το καλύτερο) και μετά για να λυθούν απορίες κάποιων, έστω και μετά από 10 και 12 χρόνια! Ποτέ δεν είναι αργά!

Έκανα πολύ υπομονή! Ε;
Ε, μα, ψωμοτύρι την είχε η μάννα την υπομονή!

Καλά! Πάω να φέρω ένα απόσπασμα απ' " Την ποδιά", έτσι, για όσους περιμένατε... ή όσους περνάτε από δω.
Κερνάω κάτι απ' το παρελθόν μου.
Το παρόν μου τ' αφήνω για την επόμενη δεκαετία (αν ζω, πρώτα ο Θεός), εφόσον θα έχει ξεκαθαρίσει κιόλας!
(Τώρα είμαι μέσα σ' αυτήν και δεν βλέπω καθαρά απ' όλες τις μεριές. Ο χρόνος πάντα ο καλύτερος γιατρός και οδηγός!)

11 σχόλια:

τα χνάρια είπε...

….
Μη κοιτάτε τα μάτια μου
Δεν το πιστεύω πόσο σκληρά του μίλησα. Δεν το πιστεύω. Όταν τον έβλεπα όμως να λυγάει, έπαιρνα περισσότερη δύναμη. Κάθε βλέμμα του έδειχνε ενοχή, μεγαλύτερη απ’ αυτή που εγώ ξέρω.
Θεέ μου, πόσα άλλα δεν έχω καταλάβει απ’ την άγνοια και αφέλειά μου ότι είναι σωστοί και σε πόσα τους έχω βοηθήσει χωρίς να ξέρω;
Πήγε μόνος του στον Βασίλη. Δεν θα κουράζομαι πια.
Ήρθε ο μπάρμπα Θύμιος, φιλικός.
«Όλα θα στρώσουν», είπε. Φοβάται και μετράει τις μέρες μέχρι το 2000. «Θα έρθει η συντέλεια», λέει.
Του είπα, «αν η ψυχή του είναι καθαρή, να μη φοβάται τίποτα».
Είπε ότι «φοβάται την καταιγίδα που έρχεται».
«Να έρθει!», του είπα. «Να πάρει ότι σκάρτο βρει μπροστά του».
Γελούσε. Κι εγώ μαζί του. Τον συνόδευα στο αστείο.
Είμαι αγανακτισμένη πια. Μακάρι να καθαρίσει τούτος ο τόπος, ακόμη κι αν χρειαστεί να είμαι εγώ η πρώτη που θα πάρει η μπόρα. Μακάρι. Ότι είχα να δώσω, το έδωσα. Άδειασα πια.
Στον κυρ Θύμιο, είπα.
«Εγώ από σένα περίμενα να μου μιλάς στα ίσσια. Κουράστηκες ενώ εγώ ξεκουραζόμουν, αλλά στο βάθος το ευχαριστήθηκες και το είχες ανάγκη. Δεν δέχομαι λοιπόν την ειρωνεία από σένα. Πλαγίως σε βοήθησα κι ας μην το κατάλαβες ποτέ».
Αλληλοχτυπηθήκαμε στις πλάτες. Τον είδα να σκύβει το κεφάλι, κατακόκκινος. Τον λυπήθηκα. Μου ήρθε να κλάψω. Δεν έπρεπε να του μιλήσω έτσι. Ήμουν σκληρή. Τον χαιρέτησα και τα δάκρυα έτρεχαν στα μάτια μου, όταν πήγαινα να χτυπήσω κάρτα. Με πρόδιδαν όπως με πρόδωσαν και μπροστά στους δυο στο χημείο, που έκλαιγα κι έλεγα :
«Μη κοιτάτε τα μάτια μου. Ας κλαίνε. Δεν το κάνω να με λυπηθείτε. Τα μάτια μου με προδίνουν. Δεν είμαι κακός άνθρωπος. Με παρεξηγήσατε», ενώ έτρεμα και η φωνή μου έφτανε σαν αντίλαλος στα αυτιά μου.
Νευρική κρίση που οι άλλοι δεν κατάλαβαν; Ίσως.
Εγώ το κατάλαβα. Πήγα να πιω νερό κι είδα ότι τα δάχτυλά μου είχαν κοκαλώσει και δεν μπορούσα να πιάσω το ποτήρι. Χωρίς να το καταλάβουν οι άλλοι, άλλαξα χέρι και ήπια γρήγορα νερό. Να συνέλθω. Το είχα ανάγκη. Πνιγόμουν. Με έπνιγε η αλήθεια.
Δεν έγραψα τίποτα. Έχω πολλά να γράψω ακόμη.

τα χνάρια είπε...

… Κακοί για λίγο
Ο Κυρ Θύμιος ανήμερα μου είπε πως «γλυτώσαμε την καταιγίδα, γιατί είμαστε καλοί άνθρωποι οι Έλληνες».
«Λάθος νομίζεις», του είπα.
«Δηλαδή, όλοι οι άλλοι άνθρωποι ήταν κακοί;»
«Ήταν! Ήταν! Ενώ εμείς είμαστε. Δεν είμαστε;» με ρώτησε χτυπώντας με χαϊδευτικά στην πλάτη.
«Όχι, κυρ Θύμιο, δεν είμαστε».
«Δεν ήμασταν για λίγο.. Τώρα είμαστε…», μου είπε με υπονοούμενο και χαμόγελο.
«Δεν πάει έτσι», του απάντησα και έφυγα.


Πονηρός ο βλάχος
Χθες, δεν θυμάμαι αν το έγραψα, είχαμε συζήτηση περί αμαρτίας, μετανοίας κ.λ.π. Εκείνος έχει το σκεπτικό ότι μπορείς να μετανιώσεις την τελευταία στιγμή της ζωής σου. «Αυτή η μετάνοια η εσκεμμένη είναι χειρότερη αμαρτία», του είπα. «Στον Θεό αυτά δεν πιάνουν».

…. Ειλικρίνεια που σκοτώνει
«Τον εκτιμάς;» με ρώτησε η Κική προχθές.
«Όχι, πια», της απάντησα.
«Τότε, γιατί στεναχωριέσαι; Σκάστον εσύ».
«Δεν είναι έτσι Κική. Δεν είμαι αυτός ο τύπος».
Α! Και το άλλο. «Κάτσε και μην κάνεις τίποτα, κ.λ.π. κ.λ.π. Αλλά, να σου πω κάτι; Δεν θέλω να το πεις όμως σε κανέναν…»
«Έχω πει πολλά; Για την ποδιά προχθές που είπα, δεν ήταν μυστικό. Ήταν κάτι που με σκότωσε σαν υπάλληλο και ως άνθρωπο». (Της εξήγησα πως ένοιωσα, όταν μου είπε ότι πέταξε την ποδιά μου στα σκουπίδια, κ.λ.π. κλπ.)
Όταν ακόμα και η καθαρίστρια φοράει άσπρη ποδιά για να σφουγγαρίσει ή οι εργάτριες, η παρατήρηση γιατί πήγα να βάλω εγώ την ποδιά που δουλεύω μες το χημείο, ήταν σαν να ήμουν ένα τίποτα. Λες και φόρεσα το στέμμα της βασίλισσας!
Και μου λέει λοιπόν:
«Εγώ θα στα πω στα ίσσια. Δεν πρόκειται να σου μάθω ποτέ την δουλειά».
Την κοίταζα στα μάτια και εκτιμούσα που μου μιλούσε στα ίσσια.
«Όμως, μέσα στον Βασίλη θα πω ότι θα στην μάθω. Να το ξέρεις όμως. Εγώ δεν θα στην μάθω ποτέ, γιατί δεν με συμφέρει». (κ.λ.π.)

…. Μετά μπερδεύτηκε η εκτίμησή μου και φάνηκε και σε κείνη. Είδε την βουβαμάρα μου και το γκούρλωμα των ματιών μου.
«Ούτε εγώ θα σου ζητήσω να μου μάθεις», της είπα. «Άλλωστε δεν το χρειάζομαι πια, όσο κι αν θα ήθελα να τα μάθω. Εγώ θα φύγω…», μακριά από σας, αλλά δεν το είπα. Όσο για σήμερα, ένιωσα σαν την Μαρίκα. Το παιδί για τα θελήματα. Η σακουλίτσα για τα δείγματα.
Υπομονή Αγγέλα.

Αντέχω ακόμα
Δεν το πιστεύω. Έχω ένα μήνα να γράψω. Κι έγιναν τόσα πολλά! Φαίνεται πως έμαθα να αντέχω, χωρίς να γράφω. Πείστηκα ότι δεν υπάρχουν προσωπικά δεδομένα. Ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Είχα ένα μεγάλο παράδειγμα, πριν λίγες μέρες. Μια γνωστή μου μου έδειξε φωτογραφίες απ’ τους αρραβώνες της κόρης της.
«Γι’ αυτό δεν αντέδρασα, όταν με κατηγόρησαν στην δουλειά μου…», μου είπε, «Για να μην κάνω κακό στο παιδί μου. Αλλιώς θα τους κάθιζα στο σκαμνί».
Εκεί ταράχτηκα. Σκέφτηκα πως λάθη γονιών, δεν πρέπει να τα πληρώνουν τα παιδιά. Κι εκεί είπα: «Αγγέλα, δεν θα ξαναγράψεις για κανέναν. Όσο κι αν πνίγεσαι, όσο δίκιο κι αν έχεις. Δεν θα ξαναεκτονωθείς γράφοντας για την δουλειά σου. Καλύτερα να σκάσεις».
Και σκάω. Αλήθεια το λέω. Αν δεν πιάσω στυλό, αν δεν μουρμουρίσω σε μια λευκή κόλλα, με πιάνει σύνδρομο στέρησης. Βρήκα την χαρά μου τώρα στη δουλειά.. Γράφω, γράφω, γράφω. Κρατάω και αλλιώτικες καρτέλες. Παίρνω και δείγματα. Βοηθάω κι εκεί…, όποτε δεχθεί η Κική. Βάζω… Παίρνω δείγματα …. Γεγονός ότι βοηθάει και ο Γιάννης, όταν κάνει παγωνιά. Όλα καλά.
Αντέχω ακόμα.

τα χνάρια είπε...

.… Η νέα θέση
Σκέφτομαι, θυμάμαι.
Ζω τελικά. Πάει κι αυτή η φρικτή μέρα. Δεν θα την ξεχάσω ποτέ. Δεν θα ξεχάσω το άγχος μου το πρωί, την στεναχώρια μου όλη μέρα, το ξέσπασμα του Πέτρου και τα λεγόμενά του:
«Αφού δεν γίνεται αλλιώς, κάτσε εκεί να σε βλέπουμε…» και μου έδειξε την καρέκλα δίπλα στον νεροχύτη. Και το ξέσπασμα της Κικής ότι «όλα άλλαξαν πάνω στην δουλειά, τίποτα δεν γίνεται ίδιο όπως παλιά, απ’ αυτά που εγώ ήξερα…»
Δηλαδή περισσεύω. Άχρηστη. Ανεπιθύμητη. Και να θέλω, δεν μπορώ να δουλέψω και φυσικά δεν θα μου δείξουν πως λειτουργούν τα καινούργια μηχανήματα.
Να μην τα πολυλογώ. Δεν θέλω να γράψω. Το πρωί το είχα πολύ ανάγκη, αλλά δεν μπορούσα. Καθόμουν εκεί στην καρέκλα που με είχαν βάλλει τιμωρία και με «βλέπανε» και τους «έβλεπα». Μ’ αηδίασε η εικόνα που ούτε οι ίδιοι ήξεραν ότι έδειχναν. Κακία, ειρωνεία, χαμόγελα ικανοποίησης.
Θεέ μου! Τόση υποκρισία! Τόση ψευτιά!
Μετά ο Κυριάκος και τα νεύρα του… Ευτυχώς δεν τον βρήκε.
Σ’ ευχαριστώ Παναγιά μου! Θα τον σκότωνε, γι’ αυτό που μου έκανε σήμερα!

.... Κάθισα και δούλεψα τις καταστάσεις. Ευτυχία. Μεγάλη ευτυχία. Ήμουν χρήσιμη πια.
Η Κική μου είπε να τ’ αφήσω. Τι θα κάνω τις άλλες μέρες; Και να πάω να παίξουμε μαζί πασιέντζες στον υπολογιστή. Είπα «όχι», όχι γιατί ήθελα να το παίξω καλή υπάλληλος. Απλά, είχα ανάγκη από ένα χαρτί κι ένα στυλό στα χέρια μου. «Άσε με να γράψω», της είπα. «Θέλω να εκτονωθώ γράφοντας», έστω κι αν αυτά που θα γράψω είναι νούμερα…. (κι όχι το ημερολόγιό μου, εννοούσα, αλλά δεν το είπα).
Θεέ μου, λυτρώθηκα. Τι ευτυχία! Να γράφεις! Να γράφεις, κι αυτό να λέγεται δουλειά και να πληρώνεσαι γι’ αυτό. Έστω κι αν είναι νούμερα, κιλά, ονόματα και όχι βιβλία. Αρκεί και αυτό. Να είσαι χρήσιμος. Να μην είσαι περιττός. Να μην κάθεσαι τιμωρημένος σ’ εκείνη την καρέκλα….. δίπλα στο νεροχύτη…
Μεγάλη υπόθεση!

τα χνάρια είπε...

…. Κοιτάζοντας πίσω
Είναι μεσημέρι και βρίσκομαι στο ερημητήριο της Άννας.
Ποιας Άννας; Κοινό έγινε πια.
Κάθομαι στην καρέκλα και χαζεύω την αυλή.
Πια αυλή; Όλη τη ζωή μου σ’ αυτή τη δουλειά χαζεύω.
Παντού βλέπω αδικία, πολιτική, πλάτες και συμφέροντα. Τίποτα άλλο. Για να επιζήσω εκεί μέσα, έπρεπε να ταιριάξω μαζί τους. Δεν το προσπάθησα γιατί δεν το μπορούσα και γι’ αυτό δεν το κατάφερα. Ίσως κατάφερα όμως το κυριότερο. Να σέβομαι και να εκτιμώ περισσότερο τον εαυτό μου. Όσο και να μου πέταξε πλαγίως ο Πέτρος μια μέρα, ότι «όποιος δεν μιλά εκείνη τη στιγμή είναι σαν να συνωμοτεί», όσο και να ήθελε να μου το περάσει, δεν τα κατάφερε. Γι’ αυτό και από τότε κλωτσάω πολύ. Γιατί, εγώ η Αγγέλα, αν ήξερα πως κάποιον θα βλάψω ή θα κουκουλώσω, κάνοντας απάτη 100%, δεν θα το έκανα ποτέ.

…Ήθελες να γελάς μόνο εσύ. Γέλα, λοιπόν. Η τραγωδία τελείωσε και εγώ μαζί σου χειροκροτώ. Είσαι μεγάλος ηθοποιός και ιδιαίτερα στο σκηνικό της δουλειάς. Είναι κομμένος και ραμμένος ο ρόλος στα μέτρα σου, αλλιώς δεν θα μπορούσες να τον παίξεις τόσο καλά.
Συγχαρητήρια λοιπόν και καλή επιτυχία και στην επόμενη σκηνή, πρόσεξε καλά, να σου πάει πάλι ο ρόλος!
Ήλιος, κρύο, αυλή, λουλούδια, Άννα.
Καλοκαίρι;
Χειμώνας;
Απόλαυση;
Ψυχική ισορροπία.
Μόνη;
Πάντα.
Όνειρα; Τα άφησα στα χέρια των άλλων. Στο πεπρωμένο μου. Ότι είναι να γίνει, θα γίνει. Εγώ τουλάχιστον, ξέσπασα. Τα έγραψα.

τα χνάρια είπε...

….Να μην τα πολυλογώ. Βαριέμαι να γράφω πράγματα που έγιναν. Το διαπίστωσα τελευταίως. Μ’ ενδιαφέρει περισσότερο το μέλλον και το αύριο. Δεν κολλάω πια στο χθες.
Ας γράψω ότι απόψε μια γατούλα αυτοπυρπολήθηκε για πάρτη μου. Πήγε στον υποσταθμό της ΔΕΗ να ζεσταθεί. Έκανε παγωνιά, ηλεκτροφόρα καλώδια και πάει η γατούλα. Έγινε κάρβουνο. Δεν πήγα να την δω. Και μόνο που μου το είπε ο ηλεκτρολόγος, ταράχτηκα. Ήξερα πως μετά δεν θα μπορούσα να δουλέψω. Την σκέφτομαι όμως και στεναχωρέθηκα πολύ. Ο ηλεκτρολόγος μου είπε ότι έχουν σκοτωθεί κι άλλες γατούλες εκεί. Αύριο θα τους πω να βουλώσουν το κενό της πόρτας. Πρώτον είναι έγκλημα και ευθύνη απέναντι στα αδέσποτα και δεύτερον το εργοστάσιο έπαθε βλάβη. Γιατί να μην φροντίσουν να κλείσουν αυτή την τρύπα; Δεν το καταλαβαίνουν ότι αυτή η αμέλεια είναι και οικονομικά εις βάρος του εργοστασίου;

Χαιρέτα την… την ποδιά
Άφησα σελίδα. Θέλω να γράψω σε καθαρό χαρτί. Χωρίς καμιά σκιά. Από δω ίσως αρχίζει μια καινούργια ζωή, ίσως κι ένα μεγάλο λάθος. Δεν μπορώ όμως άλλο. Ξεπέρασα κάθε όριο αντοχής. Ξέσπασα. Τα τίναξα όλα στον αέρα. Υπομονή και κούραση δύο χρόνων, πήγε στα σκουπίδια. Έπρεπε να το κάνω. Το όφειλα στον εαυτό μου. Έπρεπε, για να μην τρελαθώ. Έπρεπε, γιατί δεν μπορούσα να βλέπω να με χρησιμοποιούν όλοι για λογαριασμό τους. Κι εγώ, υπομονή και σκύψιμο το κεφάλι. Σε ποιόν;

τα χνάρια είπε...

….Πρέπει να συνέλθω. Γκρεμίστηκαν τα τείχη. Φεύγω μπροστά και ακούγεται η βοή. Δεν πειράζει. Θα περάσει. Είναι σίγουρο ότι θα μου βγει σε καλό. Εγώ το κατάλαβα. Άλλοι δεν το κατάλαβαν. Δεν κατάλαβαν πως η δικιά τους κακία με κάνει να προσπαθήσω ακόμη περισσότερο, για ν’ ανέβω ψηλά. Ναι. Θα γίνω πολύ κακιά. Θα προσπαθήσω να φτάσω πολύ ψηλά, για να με κοιτάζουν κάποτε αυτοί που με αδίκησαν. Για κανέναν άλλον. Για να τους εκδικηθώ.
Θυμήθηκα ένα ποίημα που είχα διαβάσει και το έγραψα σε δυο κόλλες χαρτί με μεγάλα γράμματα. Ένα χαρτί κόλλησα στο παράθυρο του γραφείου και ένα στην οθόνη του υπολογιστή μου, αφού πρώτα τον χάιδεψα και μετά τον έκλεισα για τελευταία φορά.

ΤΟΣΑ ΚΛΕΙΔΙΑ!
ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΜΑΣ!
ΜΕ ΚΛΕΙΣΑΤΕ ΕΞΩ;
ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ!

Όταν δεν είσαι πλούσια, όταν δεν έχεις προίκα, όταν δεν έχεις πτυχίο, κι όταν έχεις οικονομικό πρόβλημα, δεν έχεις και πολλές επιλογές.
Μου είπαν να καθίσω σ’ ένα γραφείο και μου έδωσαν να κάνω κάποιες συμφωνίες καταστάσεων. Με σκυμμένο το κεφάλι δούλευα και τελείωνα γρήγορα ότι μου έδιναν, μέχρι που μερικές φορές δεν είχαν τι να μου δώσουν. Έτσι φαινόταν κι ότι κάποιες στιγμές καθόμουν. Δεν είχα καταλάβει το κόλπο των άλλων να έχω μπροστά μου όλη μέρα την κατάσταση και να λέω πως δεν συμφωνεί κι ότι είναι δύσκολα.
Θυμάμαι που την πρώτη μέρα είχα φέρει μαζί μου ένα μικρό βαζάκι και ένα άσπρο τριαντάφυλλο. Ήμουν πολύ χαρούμενη που θα δούλευα σε γραφείο, γιατί απ’ τα 18 ως τα 21 έκανα άπειρες δουλειές, καμία σχέση όμως γραφείο.
Ώρες έμεινε εκείνο το τριανταφυλλάκι στο γραφείο μου. Κάποια στιγμή ζήλεψε ο τότε προϊστάμενος και μου έκανε παρατήρηση. «Δεν μπορεί να έχεις εσύ λουλούδια στο γραφείο σου κι ο προϊστάμενος να μην έχει!»
Ντράπηκα. Μάζεψα το βαζάκι μου, το έβαλα στην τσάντα μου μαζί με το τριανταφυλλάκι μου. Δεν τον ήξερα και δεν τον είχα θάρρος για να του το χαρίσω. Από τότε καταργήθηκε το λουλούδι. Σε κανένα γραφείο δεν είχε. Ούτε του διευθυντού. Μετά από πολλά χρόνια είδα λουλούδια πάνω σε γραφείο.

τα χνάρια είπε...

Αυτά και η δόση των αναμνήσεων, πολλή μεγάλη!
Είχα ξεχάσει τόσες λεπτομέρειες!!!
Τώρα τα διάβασα γραμμή γραμμή, καθώς ξαναέκοβα!

Φύγαμε!
Είμαστε στο παρόν!

τα χνάρια είπε...

Καθισα να πάρω ανάσα.
Ένα τσιγαράκι καθιστή.
Ουφ! "Τα μεταξωτά βρακιά θέλον και επιδέξιους κώλους", είπα στην Μαρίκα και την σχόλασα γι' απόψε.
Ότι αφήνεις, σε αφήνει" και τόσες άλλες παροιμίες που έλεγε συχνά η μάννα, μου ήρθαν στο κεφάλι όσο μάλωνα με τον κήπο.
Τι να γράψεις και τι να πεις;
Και ρωτούν οι άλλοι, που βρίσκεις θέματα! Μα τα θέματα είναι μέσα στη ζωή κι όχι στις βιβλιοθήκες!
Άμα, δε λερωθείς με τα χώματα, δεν θα γράψεις για χώματα.
Κι είχα σφουγγαρίσει πριν, και ξέχασα να βγάλω τα παπούτσια!
Φτου κι απ' την αρχή!
Θυμήθηκα την Μπίκα! Ε, ρε Μπίκα, αιωνία η μνήμη σου! Σου χρωστάω αφιέρωμα!
θυμήθηκα κι εκείνο το πετσετάκι που ήτανε στολισμένος ένας νεροχύτης...
και τι δεν θυμήθηκα!
Αμάν, πιάστηκα. Τώρα θα βγουν τα κουσούρια.
Πάω για μπάνιο και βλέπουμε! Κι ήθελα να κάνω πρόγραμμα απόψε, μα τα χέρια δύσκολα ακολουθούν την σκέψη.
Με βλέπω ξάπλα με το ημερολογιάκι μου.
Μαρίκα, πρώτα σφουγγάρισμα τα σκαλιά και την είσοδο!
Μετά μπάνιο.
Τσιγάρο καθιστή, τέλος!

τα χνάρια είπε...

Φτου, γμτ!
Έμεινα στα κρύα του λουτρού!
Άντρες, σκότωμα θέλετε!
Άμα δεν είσαι ψηλός, τι να το κάνεις;
Το σύστημα της βάνας στο πατάρι, μόνο με σκάλα, μόνο οι ψηλοί, αχ, ρε ηλιακέ, από τότε που μου μπλόκαρες εσύ τον θερμοσίφωνα, εγώ ξαναβράζω νερό στην κατσαρόλα!
Παλιά μου τέχνη κόσκινο!
Α, ρε μάννα... μόνο εκείνη η σκαφίδα λείπει, κι εσύ!

Τραγούδια:
Μεγάλωσα= Καλά να πάθεις! Χαρούλα
Αχ, κορίτσι μου
Ο Αλέξης
Κλείσε κοριτσάκι τα βιβλία
Το σημάδι.
Άκυρον, αυτό το ανέβασα χθες, άλλωστε τρία ήταν, το ένα εξαφανίστηκε και τα δυο φαίνονται πιο απαλά τώρα, δεν είδα και καλά σήμερα.
Πέρασε κι αυτό.

Πονάει.
Έχει κανένα τραγούδι τέτοιο; Χαζά χαζά, πιάστηκα!Χέρια, πόδια, πλάτη!
Αμ, εδώ σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα!
Ελπίζω αύριο να έχω κότσια, να μην αφήσω στη μέση τον κήπο!
Αν ήμουνα στο χωριό θα δούλευα με αναμμένα τα φώτα και την νύχτα, τώρα που πήρα μπρος, αλλά εδώ θα γελάει η γειτονιά!
Μα, κι αυτός ο τηλέγραφος! Είπαμε παιδάκι μου, μα εσύ έπιασες και το μισό τσιμέντο!
Έλεος! Δώσε θάρρος στον χωριάτη, να σ' ανέβει στο κρεβάτι!

Κι όμως, μάλωσα μαζί του! Δεν ξανάγινε!
Διεκδίκησε κάποια σημεία, γιατί τα έκανε κατοχή, λέει!
Είχε τυλίξει και τα λουλούδια και ξεριζώνονταν μαζί!
Τα λυπήθηκε η ψυχή μου!
Τα ξεδιάλεξα και τα φύτεψα σε γλάστρα, πρόχειρα.
Ε, και στα ξεριζωμένα γενικώς, ζήτησα συγγνώμη, μα πολύ ζούγκλα ρε παιδί μου!
Δεν πρέπει να έχουν παράπονο! Ζήσαν πολύ παραπάνω φέτος και μάλιστα εις βάρος άλλων!
Όλα κι όλα, υπάρχουν και όρια! Ναι και στα ζιζάνια, ναι στις πρασινάδες, ναι στα ξερά, μα ναι και στα χλωρά! Μα, όχι και να πετάξουμε έξω τα λουλούδια ή να τα σκεπάσουμε κιόλας! Έλεος!
Και μια γαρδένια ξεράθηκε! Δεν άντεξε! Είπα εγώ. Εδώ σε σηκώνει το νερό, εσύ επέμενες να ρθεις στον Βόλο!
Και δίψαγαν τα καημένα πολύ! Μάρτη μήνα; Ε, δεν είμαστε καλά! Άλλοι δεν έχουν να πιουν!
Κι εκείνος ο γάτος, εκεί στην ρίζα της τριανταφυλλιάς βρήκε να κάνει τα κακά του!
Τα σκέπαζε κιόλας!
Ε, τον φωτογράφησα! Ανένδοτος αυτός! Φυσική ανάγκη, μου έλεγε με τα μάτια μου!
Μιλάμε για τον πιο ελεύθερο κήπο!
Πόρτα ανοιχτή, περνάνε ζωάκια, σκυλάκια, πουλάκια, παιδάκια, μπαλάκια, ότι γουστάρεις, εκεί θα το βρεις.
Αν πέταξα σκουπίδι! Και πού 'σαι ακόμα!
Να δω τι θα μείνει!
Έχει φέρει και ο αέρας κάτι εφόδια..., μέχρι και μπιμπερό!

Καλά! Που γράφεις ρε Καραμήτρο;
Εδώ σχόλια!

Καλά! Σπίτι μου είναι!
Ωχ, φαίνεται και μεγάλο, ας το σώσω πρώτα!

Να ρισκάρω να γράψω και τα δυο πρώτα κόκκινα τριανταφυλλάκια μου!
Το ένα με φλέρταρε απ' το μπαλκόνι το πρωί. Το άλλο έσκασε όταν ήμουνα κάτω, τ' απόγευμα.
Χάρηκα!
Για το Πάσχα ο κήπος μου θα έχει αναστηθεί! Με την Ζαγορά δεν ξέρω τι θα γίνει! Θα προλάβω;

τα χνάρια είπε...

Μ' αρέσει που απόψε έδεσα τις δυο δεκαετίες!
Καλό! Να ψάξω να βρω και κάτι άλλο που θυμήθηκα!

Άντε, ρε άντρες!
Είπα να μη βάλω να βράσω κατσαρόλα με νερό και κάθισα στην γωνιά και γράφω!

Κανένας ψηλός εδώ γύρω;
Ε, μα, τυχαία μερικές γυναίκες έχουν γκόμενο;
Αν είχα, θα έτρεχε ο καημένος!
Κι άμα ήταν κοντός;

Άγνωστον!
Έφυγα!Πάω να βράσω νερό!

τα χνάρια είπε...

Μαρίκα, κάτσε λίγο ακόμα.
Γράψε για κείνο που σε έκανε να τρέξεις στον κήπο σήμερα.
Για την μάνα και την κόρη της Καμαρούλας...
Γράψε και για τον γιο και για την κοινωνία την άδικη.

Γράψε και για την Τζούλια, πόσο στεναχωρέθηκες εκείνη τη μέρα που άκουσες πως έκανε μήνυση στους γονείς της!

Γράψε... Ξέρεις εσύ!
Αν έκανες ένα μεγάλο λάθος στη ζωή σου, είναι που δεν έγραφες εδώ τις σκέψεις σου τόσον καιρό!
4 χρόνια!
4 χρόνια;
Σα να ήταν νερό!
Κι όμως, ο κήπος σου πήγαινε να ξεραθεί!
Χαζή!
Στα λέγαν οι άλλοι, αλλά πού μυαλό;
Ποτέ δεν είναι αργά, Μαρίκα μου!