Μην περιμένεις να χιονίσει για να δεις μιαν άσπρη μέρα!

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Όνειρο... της Κυριακής

Συνήθως τέτοια ώρα κοιμάμαι.
Κι όμως, απόψε κοιμήθηκα νωρίς, μάλλον απ' την εξάντληση των τελευταίων ημερών.
Ξύπνησα πριν λίγο από ένα συγκλονιστικό όνειρο.
Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο όνειρο.
Δεν ξέρω πως να το "μεταφράσω"...
Καμία σχέση με τις σκέψεις της ημέρας ή τις σκέψεις των τελευταίων ημερών.
Όχι, δεν θα το γράψω. Κυρίως εδώ.
Μου βγαίνουν τα όνειρα, ιδίως της Κυριακής.
Μα αυτό το όνειρο, ήταν ένα μίγμα...
Προηγούμενης ζωής σε σύνδεση με το παρόν;
Αν ήταν κινηματογραφική ταινία...
Και η φωνή της μάννας... στα μεγάφωνα... σαν ζωντανή!
Η πραγματική της φωνή!
Κι αυτά τα λόγια της.... ούτε στην φαντασία μου!...
Κι έκλαιγα... έκλαιγα...
Συγκινημένη και συγκλονισμένη!

Ξύπνησα και μεσ' τα σκοτάδια και σε κατάσταση ύπνου ακόμα, έκανα τον σταυρό μου.
Το χέρι μου έψαξε ασυναίσθητα τον άντρα μου.
Το ρολόι μου.
Αν ήταν εκεί, θα καταλάβαινα και την ώρα.
Ήταν εκεί. Άρα, ήταν πριν τις 4 και μισή που χτυπάει το ξυπνητήρι.
Άρα, πάλι εγώ θα τον ξύπναγα!

Μα, τον είχα ξυπνήσει ήδη!
Μ' αγκάλιασε. "Τι ώρα είναι;" με ρώτησε;
"Κοιμήσου! Δε χτύπησε ακόμα το ρολόι."
Εκείνος άρχισε να ξαγρυπνά και να με χαιδεύει.
"Κράτα με αγκαλιά σιωπηλά και μη με ξαγρυπνάς! Είδα ένα όνειρο και θέλω να θυμηθώ τις λεπτομέρειές του..."
Κι άρχισα να το θυμάμαι και να του το περιγράφω με κλειστά τα μάτια, αργά αργά.
Ενδιάμεσα τον ρώταγα, αν μ' ακούει ή κοιμάται.
Εκείνος σιωπηλός μου απαντούσε "ναι" με το χέρι του.
Όταν το θυμήθηκα όλο και τελείωσα, εκείνον τον είχε πάρει ο ύπνος πάλι.
Μου το είπε το ροχαλητό του.

Άπλωσα το χέρι και άναψα το φως.
Είδα πως με είχε πάρει ο ύπνος, κρατώντας στα χέρια μου μια εικονίτσα.
Ήταν μια δυνατή προσευχή πριν κοιμηθώ.
Και η απάντηση;
Ακόμα... δεν την έχω καταλάβει.

Σηκώθηκα. Ήρθα στον υπολογιστή. Ήθελα και δεν ήθελα να μπω στο ίντερνετ.
Τελικά, άφησα εδώ το στίγμα της στιγμής.

Τώρα είναι 5 και 11, ο άντρας μου πριν λίγο έφυγε κι εκτός απ' τα σκουπίδια και το καθιερωμένο φιλί, έπιασα και τον σταθερό κλέφτη του μπαλκονιού μου.

Μέσ' το καλαθάκι που φοβότανε ο Έντουαρτ, που δεν έμπαινε ο Ουντέζε, κοιμότανε μια καφετιά γατούλα, αδέσποτη της γειτονιάς.
Τρόμαξε μόλις άνοιξα την πόρτα και πετάχτηκε σαν αστραπή δίπλα στο δέντρο, ρίχνοντας κάτω το καλαθάκι κι ότι υπήρχε εκεί γύρω.
Έσπασε την σιωπή της νύχτας.
"Ψι ψι ψι" της φώναξα. "Έλα να γίνουμε φίλες!"
Ήταν γαντζωμένη στα γυμνά κλαδιά της βερικοκιάς και με κοίταζε.
Μπήκα μέσα και πήρα ψωμί.
Έριξα ψίχες και ψωμί στο μπαλκόνι μου, βόλεψα στη θέση του πάλι το καλαθάκι, "ψι ψι ψι" ξαναφώναξα, έσβησα το φως, έκλεισα την πόρτα και ήρθα πάλι εδώ, να δω τα νέα των φίλων μου.

Έχω τόσα να τους πω!...

Ξημερώματα Κυριακής 21 Φεβρουαρίου 2010

2 σχόλια:

Αστοριανή είπε...

...για να φτάσω σ' αυτό το παράξενο όνειρο... πέρασα όλα τα προηγούμενα....Σίγουρα δεν κοιμάσαι παρά ελάχιστες ώρες...ΠΩΣτα καταφέρνεις?
Να είσαι καλά, αυτό προέχει.
Φιλάκια
Υιώτα ΝΥ

τα χνάρια είπε...

Κι εγώ για να φτάσω σ' αυτό, Γιώτα μου, πέρασα μια πολύ δύσκολη βδομάδα!
Έτσι είναι οι φίλες! Συμπάσχουν!
Φιλάκια και σ' ευχαριστώ!
Κοιμάμαι άλλες ώρες, Γιώτα μου. Κάποια στιγμή θα αναπτυξω περισσότερο το θέμα, γιατί είναι χρόνια, απορία πολλών.
Αυτή τη βδομάδα όμως, τα έφτυσα. Κοιμόμουνα μόνο 2 ώρες και αν...
Θα πάρω αναδρομικά όμως...
Φιλάκια!