22/02/2010
Αιώνια Επιστροφή
... Στην Παραλία
(Μια συννεφιασμένη μέρα του καλοκαιριού. Βλέπουμε μια επίπεδη, άδενδρη όχθη. Πίσω απλώνονται λιβάδια. Λίγο αριστερά μια πεσμένη σχεδόν ξύλινη καλύβα, δίπλα στο νερό. Σε μια στενή λουρίδα χορταριασμένης γης, ανάμεσα στο δρόμο και την παραλία, ο Αλεξάντερ φυτεύει ένα ξερό δέντρο στη γη. Θόρυβοι: τα κρωξίματα των γλάρων).
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τώρα μπορείς να έρθεις και να με βοηθήσεις, μικρέ. Κάποτε, πριν από πολύ πολύ καιρό, φαντάσου, ζούσε ένας γέρος μοναχός σε κάποιο ορθόδοξο μοναστήρι. Πάμβε τον έλεγαν. Κι αυτός φύτεψε πάνω σ' ένα βουνό ένα ξερό δέντρο, σαν αυτό εδώ. Και πρόσταξε το μαθητή του, τον μοναχό Ιωάννη Κολόβ, να έρχεται να το ποτίζει κάθε μέρα μέχρι να ζωντανέψει ξανά. Δώσε μου λίγες πέτρες από κει...
(ο μικρός του γιος μπαίνει απ' τ' αριστερά στην εικόνα, πλησιάζει τον πατέρα κι αρχίζει να σωριάζει πέτρες γύρω απ' τον κορμό).
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ:... σηκωνόταν λοιπόν ο Ιωάννης κάθε πρωί πριν χαράξει, γέμιζε έναν κουβά νερό κι έπαιρνε το δρόμο για το βουνό. Ανέβαινε στην κορφή, πότιζε το ξερό κούτσουρο και το βραδάκι, όταν είχε πια σουρουπώσει, ξαναγύριζε στο μοναστήρι. Κι αυτή η δουλειά κράτησε τρία χρόνια. Αίφνης όμως, μια ωραία μέρα φτάνει ψηλά στο βουνό και τι να δει! Όλο του το δέντρο γεμάτο μπουμπούκια! Ό,τι και να πει κανείς, αυτή η μέθοδος, αυτό το σύστημα κρύβουν κάποιο μεγαλείο. (Θόρυβοι: τα κρωξίματα των γλάρων, πέτρες που χτυπούν μεταξύ τους). Ξέρεις, μερικές φορές μονολογώ και λέω: αν αποφάσιζε κανείς να κάνει καθημερινά την ίδια ακριβώς πράξη, την ίδια ώρα, κάθε μέρα, σαν είδος τελετουργίας, απαράβατα, συστηματικά, κάθε μέρα την ίδια ώρα, τότε ο κόσμος θ' άλλαζε. Κάτι μέσα στον κόσμο θ' άλλαζε, δεν μπορεί. Ας πούμε ότι κάποιος ξυπνάει κάθε πρωί στις επτά ακριβώς, πηγαίνει στο μπάνιο, παίρνει ένα ποτήρι, το γεμίζει νερό κι ύστερα το αδειάζει στην τουαλέτα. Τίποτ' άλλο....”
(Ο Όττο, ο ταχυδρόμος, μπαίνει με το ποδήλατό του απ' τ' αριστερά στην εικόνα)....
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Δεν έχω τα γυαλιά μου. Μπορείς να μου το διαβάσεις;
ΟΤΤΟ: “Ευχές για γενέθλια καλού φίλου. Στοπ... σφίγγουμε στην αγκαλιά... μεγάλο Ριχάρδο,... σπουδαίο πρίγκιπα... Μύσκιν... Στοπ. Ο Θεός να σου δίνει... Ευτυχία, Υγεία, Γαλήνη, Στοπ... Οι αιώνια πιστοί σου Ριχαρδιανοί και Ηλίθιοι. Στοπ”.
“Ο Θεός να σου δίνει ευτυχία”. Τι σχέση έχεις με το Θεό... άραγε;
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Φοβούμαι πως δεν έχω καμιά απολύτως. Γιατί ρωτάς;
ΟΤΤΟ: Ναι, ναι, δεν πειράζει. Είσαι γνωστός δημοσιογράφος. Γράφεις κριτικές θεάτρου και λογοτεχνίας. Διδάσκεις Αισθητική στο Πανεπιστήμιο.
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Ε, η θηλιά σου! Εμπρός, τρέχα να την πιάσεις!
ΟΤΤΟ: Και δοκίμια! Ακόμα και δοκίμια γράφεις! Όλα όμως με την ίδια κι απαράλλαχτη μελαγχολία!
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τι εννοείς “μελαγχολία”, ε;
ΟΤΤΟ: Να, δεν πρέπει να στενοχωριέσαι τόσο πολύ, αυτό εννοώ. Δεν πρέπει να λαχταράς. Δεν πρέπει να περιμένεις, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κανείς δεν πρέπει να προσδοκά τίποτα.
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τι σημαίνει “να μην προσδοκά τίποτα”; Ποιός σου είπε ότι εγώ κάτι περιμένω;
ΟΤΤΟ: Αφού όλοι κάτι περιμένουμε. Πάρε εμένα για παράδειγμα. Όλη μου τη ζωή την πέρασα περιμένοντας. Όλη μου τη ζωή είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε κάποιο σταθμό τρένου. Και πάντα μου φαινόταν ότι αυτό που είχα ζήσει δεν ήταν η αληθινή ζωή- αλλά μια προσμονή της ζωής, μια προσμονή του αληθινού. Του σπουδαίου. Εσένα δεν σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο;.......
(Ο Όττο κατεβαίνει απ' το ποδήλατο και κάθεται στο γρασίδι).
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Και λοιπόν;
ΟΤΤΟ (ο ταχυδρόμος): Να, μερικές φορές βλέπω κάτι μπροστά μου, το φαντάζομαι δηλαδή, κάτι σαν αυτή την ανόητη “αιώνια επιστροφή”, ξέρεις. Εδώ ζούμε, εδώ έχουμε τις έγνοιες μας. Ελπίζουμε. Και κάτι περιμένουμε. Ελπίζουμε, απελπιζόμαστε, πλησιάζουμε στο θάνατο. Ναι. Και τελικά πεθαίνουμε. Και ύστερα ξαναγεννιόμαστε (θόρυβοι: μακρινά αστροπελέκια), χωρίς όμως να ξέρουμε ότι έχουμε ξαναζήσει. Και τότε όλα ξαναρχίζουν, φτού κι απ' την αρχή! Φυσικά δεν είναι ακριβώς τα ίδια, κατά κάποιο ελάχιστο τρόπο διαφέρουν...
(Ο μικρός δένει το σκοινί του σ' ένα θάμνο, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι δυο άντρες, και την άλλη άκρη τη δένει στο ποδήλατο του Όττο).
ΟΤΤΟ: ... Η απόγνωση όμως είναι η ίδια. Και ούτε ξέρουμε το γιατί. Ναι, Ή μάλλον, όλα είναι ακριβώς τα ίδια, σαν να βλέπουμε την επόμενη παράσταση. Αστείο, ε;
ΥΓ: Διάλογοι από την “Θυσία” του Ταρκόφσκι (Εκδόσεις Νεφέλη, 1990). Το Στάλκερ έψαχνα μέσα στη νύχτα και είχα ξεκινήσει εδώ και μια εβδομάδα κάτι για την Αιώνια Επιστροφή. Ούτε που το θυμόμουν ότι είχε βγει “Η Θυσία”, βιβλίο. Την άνοιξα, είχε τις σημειώσεις μου. Διακριτικά, τότε. Με μολύβι. Εκείνο το ξερό κλαδί που ξανανθίζει αν...
Όσο περισσότερα γράφω δικά μου, τόσο αποδυναμώνεται. Γι' αυτό και κόβω σοφίες εδώ.
(Μια συννεφιασμένη μέρα του καλοκαιριού. Βλέπουμε μια επίπεδη, άδενδρη όχθη. Πίσω απλώνονται λιβάδια. Λίγο αριστερά μια πεσμένη σχεδόν ξύλινη καλύβα, δίπλα στο νερό. Σε μια στενή λουρίδα χορταριασμένης γης, ανάμεσα στο δρόμο και την παραλία, ο Αλεξάντερ φυτεύει ένα ξερό δέντρο στη γη. Θόρυβοι: τα κρωξίματα των γλάρων).
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τώρα μπορείς να έρθεις και να με βοηθήσεις, μικρέ. Κάποτε, πριν από πολύ πολύ καιρό, φαντάσου, ζούσε ένας γέρος μοναχός σε κάποιο ορθόδοξο μοναστήρι. Πάμβε τον έλεγαν. Κι αυτός φύτεψε πάνω σ' ένα βουνό ένα ξερό δέντρο, σαν αυτό εδώ. Και πρόσταξε το μαθητή του, τον μοναχό Ιωάννη Κολόβ, να έρχεται να το ποτίζει κάθε μέρα μέχρι να ζωντανέψει ξανά. Δώσε μου λίγες πέτρες από κει...
(ο μικρός του γιος μπαίνει απ' τ' αριστερά στην εικόνα, πλησιάζει τον πατέρα κι αρχίζει να σωριάζει πέτρες γύρω απ' τον κορμό).
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ:... σηκωνόταν λοιπόν ο Ιωάννης κάθε πρωί πριν χαράξει, γέμιζε έναν κουβά νερό κι έπαιρνε το δρόμο για το βουνό. Ανέβαινε στην κορφή, πότιζε το ξερό κούτσουρο και το βραδάκι, όταν είχε πια σουρουπώσει, ξαναγύριζε στο μοναστήρι. Κι αυτή η δουλειά κράτησε τρία χρόνια. Αίφνης όμως, μια ωραία μέρα φτάνει ψηλά στο βουνό και τι να δει! Όλο του το δέντρο γεμάτο μπουμπούκια! Ό,τι και να πει κανείς, αυτή η μέθοδος, αυτό το σύστημα κρύβουν κάποιο μεγαλείο. (Θόρυβοι: τα κρωξίματα των γλάρων, πέτρες που χτυπούν μεταξύ τους). Ξέρεις, μερικές φορές μονολογώ και λέω: αν αποφάσιζε κανείς να κάνει καθημερινά την ίδια ακριβώς πράξη, την ίδια ώρα, κάθε μέρα, σαν είδος τελετουργίας, απαράβατα, συστηματικά, κάθε μέρα την ίδια ώρα, τότε ο κόσμος θ' άλλαζε. Κάτι μέσα στον κόσμο θ' άλλαζε, δεν μπορεί. Ας πούμε ότι κάποιος ξυπνάει κάθε πρωί στις επτά ακριβώς, πηγαίνει στο μπάνιο, παίρνει ένα ποτήρι, το γεμίζει νερό κι ύστερα το αδειάζει στην τουαλέτα. Τίποτ' άλλο....”
(Ο Όττο, ο ταχυδρόμος, μπαίνει με το ποδήλατό του απ' τ' αριστερά στην εικόνα)....
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Δεν έχω τα γυαλιά μου. Μπορείς να μου το διαβάσεις;
ΟΤΤΟ: “Ευχές για γενέθλια καλού φίλου. Στοπ... σφίγγουμε στην αγκαλιά... μεγάλο Ριχάρδο,... σπουδαίο πρίγκιπα... Μύσκιν... Στοπ. Ο Θεός να σου δίνει... Ευτυχία, Υγεία, Γαλήνη, Στοπ... Οι αιώνια πιστοί σου Ριχαρδιανοί και Ηλίθιοι. Στοπ”.
“Ο Θεός να σου δίνει ευτυχία”. Τι σχέση έχεις με το Θεό... άραγε;
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Φοβούμαι πως δεν έχω καμιά απολύτως. Γιατί ρωτάς;
ΟΤΤΟ: Ναι, ναι, δεν πειράζει. Είσαι γνωστός δημοσιογράφος. Γράφεις κριτικές θεάτρου και λογοτεχνίας. Διδάσκεις Αισθητική στο Πανεπιστήμιο.
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Ε, η θηλιά σου! Εμπρός, τρέχα να την πιάσεις!
ΟΤΤΟ: Και δοκίμια! Ακόμα και δοκίμια γράφεις! Όλα όμως με την ίδια κι απαράλλαχτη μελαγχολία!
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τι εννοείς “μελαγχολία”, ε;
ΟΤΤΟ: Να, δεν πρέπει να στενοχωριέσαι τόσο πολύ, αυτό εννοώ. Δεν πρέπει να λαχταράς. Δεν πρέπει να περιμένεις, αυτό είναι το πιο σημαντικό. Κανείς δεν πρέπει να προσδοκά τίποτα.
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Τι σημαίνει “να μην προσδοκά τίποτα”; Ποιός σου είπε ότι εγώ κάτι περιμένω;
ΟΤΤΟ: Αφού όλοι κάτι περιμένουμε. Πάρε εμένα για παράδειγμα. Όλη μου τη ζωή την πέρασα περιμένοντας. Όλη μου τη ζωή είχα την αίσθηση ότι βρίσκομαι σε κάποιο σταθμό τρένου. Και πάντα μου φαινόταν ότι αυτό που είχα ζήσει δεν ήταν η αληθινή ζωή- αλλά μια προσμονή της ζωής, μια προσμονή του αληθινού. Του σπουδαίου. Εσένα δεν σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο;.......
(Ο Όττο κατεβαίνει απ' το ποδήλατο και κάθεται στο γρασίδι).
ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ: Και λοιπόν;
ΟΤΤΟ (ο ταχυδρόμος): Να, μερικές φορές βλέπω κάτι μπροστά μου, το φαντάζομαι δηλαδή, κάτι σαν αυτή την ανόητη “αιώνια επιστροφή”, ξέρεις. Εδώ ζούμε, εδώ έχουμε τις έγνοιες μας. Ελπίζουμε. Και κάτι περιμένουμε. Ελπίζουμε, απελπιζόμαστε, πλησιάζουμε στο θάνατο. Ναι. Και τελικά πεθαίνουμε. Και ύστερα ξαναγεννιόμαστε (θόρυβοι: μακρινά αστροπελέκια), χωρίς όμως να ξέρουμε ότι έχουμε ξαναζήσει. Και τότε όλα ξαναρχίζουν, φτού κι απ' την αρχή! Φυσικά δεν είναι ακριβώς τα ίδια, κατά κάποιο ελάχιστο τρόπο διαφέρουν...
(Ο μικρός δένει το σκοινί του σ' ένα θάμνο, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι δυο άντρες, και την άλλη άκρη τη δένει στο ποδήλατο του Όττο).
ΟΤΤΟ: ... Η απόγνωση όμως είναι η ίδια. Και ούτε ξέρουμε το γιατί. Ναι, Ή μάλλον, όλα είναι ακριβώς τα ίδια, σαν να βλέπουμε την επόμενη παράσταση. Αστείο, ε;
ΥΓ: Διάλογοι από την “Θυσία” του Ταρκόφσκι (Εκδόσεις Νεφέλη, 1990). Το Στάλκερ έψαχνα μέσα στη νύχτα και είχα ξεκινήσει εδώ και μια εβδομάδα κάτι για την Αιώνια Επιστροφή. Ούτε που το θυμόμουν ότι είχε βγει “Η Θυσία”, βιβλίο. Την άνοιξα, είχε τις σημειώσεις μου. Διακριτικά, τότε. Με μολύβι. Εκείνο το ξερό κλαδί που ξανανθίζει αν...
Όσο περισσότερα γράφω δικά μου, τόσο αποδυναμώνεται. Γι' αυτό και κόβω σοφίες εδώ.
1 σχόλιο:
Όλα τα κλαδιά ξερά είναι τώρα τον χειμώνα Ελένη μου!και βέβαια ξανανθίζουν! Έχω και φωτογραφίες! Αποδείξεις που λένε! Άκου "αν"!
Άνοιξε και τα σχόλια, ντε!
Ανέβασε κι άλλα θεατρικά! Δεν έχω αγοράσει ποτέ τέτοια βιβλία! Μόνο η κόρη μου, αλλά τα έχει στας Αθήνας!
Δημοσίευση σχολίου